συνουσιαστης

συνουσιαστης
    συνουσιαστής
    συν-ουσιαστής
    -οῦ ὅ
    1) собеседник, сотоварищ Plat.
    2) ученик, слушатель Xen., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνουσιαστης" в других словарях:

  • συνουσιαστής — companion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστής — ο, ΝΑ [συνουσιάζω] νεοελλ. αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με κάποιον αρχ. 1. σύντροφος («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων», Πλάτ.) 2. μαθητής 3. στον πληθ. οἱ συνουσιασταί αίρεση σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ήταν στον …   Dictionary of Greek

  • συνουσιαστήν — συνουσιαστής companion masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστῶν — συνουσιαστής companion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστάς — συνουσιαστά̱ς , συνουσιαστής companion masc acc pl συνουσιαστά̱ς , συνουσιαστής companion masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικός — ή, ό / συνουσιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνουσιαστής] αφροδισιακός αρχ. 1. κοινωνικός 2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.) 3. λάγνος, ασελγής …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυνουσιαστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει η συνουσία, η σαρκική επαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συνουσιαστής (< συνουσιάζω / ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԳԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0746 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. συζυγής, γεῖς conjux, junx Ի բառէս Զոյգք. Լծակից ըստ մարմնոյ. կողակից. ամուսին. ընկերը, այսինքն կնիկը կամ էրիկը. ... *Պարզամիտ բնութիւն եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»